- κίκκαβος
- κίκκαβος, ὁ, eine sehr kleine Münze im Hades, komisch fingiert
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
κίκκαβος — κίκκαβος, ὁ (Α) 1. ονομασία μικρού νομίσματος πολύ μικρής αξίας, το οποίο χρησιμοποιούσαν στον Άδη, κατά τον Πολυκράτη 2. κίμβιξ*, φιλάργυρος («κίμβικας καί κικκάβους τοὺς αἰσχρούς», Φώτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Κωμική γλωσσοπλασία τού Φερεκράτη από τη λ.… … Dictionary of Greek
κίκκαβος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κικκάβους — κίκκαβος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κικκάβινος — κικκάβινος, ίνη, ον (Α) [κίκκαβος] αυτός που αξίζει όσο ένας κίκκαβος*, ευτελής, ασήμαντος, μηδαμινός … Dictionary of Greek
κικκάβιν — και κικκάβιον (Α) [κίκκαβος] (κατά τον Ησύχ.) «ἐλάχιστον, οὐδέν» … Dictionary of Greek